- ορθοήλιο
- τοχημ. αλλοτροπική μορφή τού ευγενούς αερίου ήλιο, στα άτομα τού οποίου τα δύο ηλεκτρόνια έχουν παράλληλα σπιν.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orthohelium (< ορθός + ήλιο[ν] < ήλιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.